- λεπτογνώμων
- λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, σκληρο-γνώμων].
Dictionary of Greek. 2013.